κλειδώνω

κλειδώνω
κλείδωσα, κλειδώθηκα, κλειδωμένος
1. κλείνω κάτι με κλειδί: Κλειδώνει πάντα τα συρτάρια του.
2. περιορίζω κάποιον, τον κλείνω μέσα: Κλειδώνει τις κόρες του.
3. κλείνομαι με κλειδί: Δεν κλειδώνει καλά η πόρτα.
4. το μέσ., κλειδώνομαι, μένω στο σπίτι μου: Κλειδώνεται μέσα και δεν πηγαίνει πουθενά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κλειδώνω — κλειδώνω, κλείδωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κλειδώνω — (AM κλειδῶ, όω, Μ και κλειδώνω) [κλεις] κλείνω κάτι κάπου, ασφαλίζω κάτι με κλειδί («κλείδωσα καλά τις πόρτες τού σπιτιού») νεοελλ. 1. (αμτβ.) κλείνομαι με κλειδί («δεν κλειδώνει η πόρτα») 2. μτφ. κρατώ κάτι μυστικό 3. ναυτ. συνδέω με κλειδί τα… …   Dictionary of Greek

  • διπλοκλειδώνω — κλειδώνω κάτι δύο φορές, ασφαλίζω καλά …   Dictionary of Greek

  • σφιχτοκλειδώνω — Ν κλειδώνω σφιχτά, κλειδώνω ασφαλώς («καλώς το σεντουκάκι μου το σφιχτοκλειδωμένο», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < σφιχτός + κλειδώνω] …   Dictionary of Greek

  • κλειδομανταλώνω — 1. κλειδώνω καλά με μάνταλο 2. κλείνω κάτι με ασφάλεια 3. μέσ. κλειδομανταλώνομαι κλείνω ασφαλώς και με πολλές προφυλάξεις τις εισόδους τού σπιτιού ή τού δωματίου μου, ιδίως από φόβο και για αποφυγή εισόδου κακοποιών («γριά μην καμαρώνεσαι, μην… …   Dictionary of Greek

  • Kolpokleisis — (von grch. κόλπος kólpos „Mutterschoß“, „Scheide“; κλειδώνω kleiosis „verschließen“) nennt man einen operativen Verschluss der Vagina. Die Kolpokleisis wurde früher häufiger, heute jedoch nur noch selten zur Behandlung eines Scheiden Gebärmutter… …   Deutsch Wikipedia

  • ασφαλίζω — (AM ἀσφαλίζω και ομαι) [ασφαλής] 1. προφυλάσσω κάτι ή κάποιον από ενδεχόμενο κίνδυνο 2. (για πόλη, κάστρο κ.λπ.) κάνω ασφαλές, οχυρώνω 3. εξασφαλίζω, παρέχω βεβαιότητα, κατοχυρώνω 4. κλείνω καλά, κλειδώνω 1| αρχ. μσν. 1. δεσμεύω 2. επιβάλλω… …   Dictionary of Greek

  • διπλομανταλώνω — (Μ διπλομανταλώνω) 1. κλειδώνω με διπλά μάνταλα, ασφαλίζω 2. περιορίζω αυστηρά …   Dictionary of Greek

  • εγκλείω — (AM ἐγκλείω Α και ἐγκλῄω) κλείνω μέσα, κλειδώνω, περιορίζω, φυλακίζω νεοελλ. 1. (για επιστολές) βάζω κάτι μέσα στον ίδιο φάκελο 2. μτφ. περιέχω, περιλαμβάνω …   Dictionary of Greek

  • επασφαλίζω — ἐπασφαλίζω (AM) μσν. κλειδώνω, ασφαλίζω αρχ. 1. στερεώνω, στηρίζω 2. μέσ. ἐπασφαλίζομαι εξασφαλίζω 3. (για πηγή) επουλώνομαι, κλείνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”